ανθόζωα

ανθόζωα
(anthozoa). Τάξη ασπόνδυλων που περιλαμβάνει τις θαλάσσιες ανεμώνες και τα κοράλλια. Τα α. είναι θαλάσσια ζώα που ζουν σε αποικίες ή, σπανιότερα, είναι μοναχικοί οργανισμοί. Στις αποικίες αυτές υπάρχουν πολλά άτομα, πάντα με τη μορφή των πολυπόδων. Ο πολύποδας έχει σχήμα κυλινδρικό και διαθέτει έναν ποδικό δίσκο με τον οποίο προσκολλάται σε κάποιο υπόβαθρο ή στήριγμα. Στην άλλη άκρη του σώματός του είναι το στόμα που περιβάλλεται από κεραίες. Από αυτό αρχίζει o εξωδερμικός οισοφάγος που φτάνει στη γαστρική κοιλότητα, η οποία χωρίζεται με διαφράγματα σε θαλάμους. Τα α. σχηματίζουν σκελετό, εσωτερικό ή εξωτερικό, από κερατίνη ή ανθρακικό ασβέστιο, που εκκρίνεται από το σωματικό τοίχωμα. Οι σκελετοί των κοραλλιών σχηματίζουν καμιά φορά ολόκληρα νησιά, τις αποκαλούμενες ατόλες (βλ. λ.). Η αναπαραγωγή τους γίνεται με αμφιγονία, εκβλάστηση ή διαίρεση. Η προνύμφη εγκαταλείπει το μητρικό σώμα και ζητά κατάλληλες συνθήκες για να προσκολληθεί. Τα α. διακρίνονται σε τρεις υφομοταξίες: τετρακοράλλια, εξακοράλλια και οκτωκοράλλια.Τα α. αριθμούν περίπου 6.000 είδη. Τα ανθόζωα, τα θαλάσσια αυτά ζώα που μοιάζουν τόσο πολύ με φυτά, ζουν μοναχικά ή σε αποικίες, προσκολλημένα στον βυθό (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… …   Dictionary of Greek

  • γοργονοειδής — ές (Α γοργονοειδής, ές) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οκτωκοράλλια ανθόζωα που σχηματίζουν αποικίες σε σχήμα δέντρων ή θάμνων αρχ. όμοιος με τη Γοργόνα, τη Μέδουσα …   Dictionary of Greek

  • γοργόνιο — το γενική ονομασία για τα γοργονοειδή ανθόζωα …   Dictionary of Greek

  • εξακοράλλια — τα ανθόζωα με έξι ή πολλαπλάσιες τού έξι κεραίες και διαφράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κοράλλια, πληθ. τού κοράλλιο(ν)] …   Dictionary of Greek

  • κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… …   Dictionary of Greek

  • μεσεντερικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσεντέριο ή αυτός που έχει σχέση με το μεσεντέριο 2. (συγκρ. ανατ.) χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων τού εσωτερικού τού σώματος στα ανθόζωα (α. «μεσεντερικά διαφράγματα» β. «μεσεντερικά… …   Dictionary of Greek

  • πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… …   Dictionary of Greek

  • φάρυγγας — (Ανατ.). Σωληνοειδής ανατομικός σχηματισμός, που βρίσκεται μπροστά από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης· επάνω φτάνει έως τη βάση του κρανίου και επικοινωνεί μπροστά με τις κοιλότητες της μύτης και του στόματος, στα πλάγια με το μέσον… …   Dictionary of Greek

  • ακροπόρα — (acropora). Γένος κοραλλιών, της τάξης των σκληρακτινίων. Τα κοράλλια αυτά είναι γνωστά από την ηώκαινη βαθμίδα του καινοζωικού αιώνα. Σήμερα ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες. Η ακροπόρα, που ανήκει στα ανθόζωα, είναι συγγενικό είδος με τα κυρίως …   Dictionary of Greek

  • ασκοθωρακικά — (ascothoracica). Τάξη θυσανοπόδων καρκινοειδών, που περιλαμβάνει μορφές που ζουν παρασιτικά στα ανθόζωα και στα εχινόδερμα. Εξαιτίας του παρασιτισμού τα στοματικά τους εξαρτήματα έχουν μεταβληθεί σε μυζητικό όργανο και η εξωτερική επιφάνεια του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”